[Seite 344] ὁ, = ἀράχνης, Aesch. Suppl. 864, zw.
κ. άραχλος -η, -οσυφοριασμένος, δύστυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)].