ἀργιβόειος

English (LSJ)

ἀργιβόειον, with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).

Spanish (DGE)

(ἀργῐβόειος) -ον
de vacas blancas epít. de Eubea, poeta en Ael.NA 12.36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vaches blanches.
Étymologie: ἀργός¹, βοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιβόειος: -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς βοῦς, ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, ἔνθεν τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.

Greek Monolingual

ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].

German (Pape)

Εὔβοια, mit weißen Rindern, Ael. H.A. 12.36.