Εὔβοια
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
gen. ας, Ion. ης, ἡ, Euboea, Il.2.535, etc.: Εὐβοίηθεν, poet. Εὐβοίηθε, from Euboea, Call.Del.197: Εὐβοεύς (not Εὐβοιεύς EM389.10, and so gen. pl. Εὐβοέων SIG419.4 (Delphi, iii B.C.), al., but Εὐβοιέων ib.417.4 (ibid., iii B.C.), al., where οι may be short as in βοιηθέω), έως, ὁ, acc. Εὐβοᾶ, pl. -οᾶς (in codd. often -οέας, cf. Th.4.92) A.D. Pron.99.22:—a Euboean, Hdt.8.4, etc.:—Adj. Εὐβοϊκός, Εὐβοϊκή, Εὐβοϊκόν, Euboean, Id.3.89 (v.l. Εὐβοεικός), etc. (perhaps trisyll. in A.Fr.356, E. Hel.767); Εὐβοϊκή, ἡ, = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173; Εὐβοϊκόν, τό, sweet chestnut, Thphr. HP 1.11.3, 4.5.4: masc. Εὐβοΐτης, ου, ὁ, Str.10.1.14; fem. Εὐβοΐς, gen. Εὐβοΐδος, Hdt.3.89, D.S.12.11; Εὐβοΐς, ἡ, = Εὐβοϊκόν, D.Chr.7.74; contr. forms Εὐβοῖδα, etc., S.Tr.74, E.Heracl.83 (lyr.), El.442 (lyr.), A.Fr.30, Ion Trag.18; lengthened Εὐβοιΐς S.Tr.237, 401, Fr.255.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Eubée, île près de la côte de l'Attique (auj. Evvia, anc. Euripo ou Négrepont).
Étymologie: εὖ, βοῦς.
Russian (Dvoretsky)
Εὔβοια: ἡ Эвбея
1 самый большой остров Эгейского моря, расположенный вдоль побережья Аттики, Беотии и южн. Фессалии Hom. etc.;
2 город в Сицилии, основанный переселенцами из Халкиды на о-ве Эвбея Her.
Greek (Liddell-Scott)
Εὔβοια: γεν. ας, Ἰων. ης, ἡ, ἡ παρὰ τὴν παραλίαν τῆς Βοιωτίας καὶ Ἀττικῆς κειμένη γνωστὴ νῆσος, Ὅμ., Ἡσ., κλ.- Εὐβοίηθεν καὶ ποιητ. -θε, ἐξ Εὐβοίας, Καλλ. εἰς Δῆλ. 197. 200. - Εὐβοεύς (οὐχί Εὐβοιεύς, Ἐτυμ. Μ. 389. 10), έως, ὁ, αἰτιατ. Εὐβοᾶ, πληθ. -οᾶς (ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Θουκ. 4. 92, κτλ. ἔχουσιν - οέας), ἴδε Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμ. σ. 126Β, ὁ ἐξ Εὐβοίας, Ἡρόδ. κλ. - Ἐπίθ. Εὐβοϊκός, ή, όν, Θουκ., Εὐρ. Ἑλ. 767 κλ.· παρ’ Ἡροδ. Εὐβοεικός, 3. 89, 95· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως Εὐβοικός, Εὐβοικόν ξίφος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 371· ὡσαύτως Εὐβόειος, α, ον, Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἀρσ. Εὐβοΐτης, ου, ὁ, Στράβ. 449 · θηλ. Εὐβοΐς, ΐδος, Ἡρόδ. 3. 89, Διόδ. 12. 11· ἀλλὰ συνῃρ. αἰτιατ. Εὐβοῖδα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 27, Σοφ. Τρ. 74, κτλ.· ὡσαύτως ἐκτεταμ. Εὐβοιΐς, αὐτόθι 237, 401, Ἀποσπ. 239. - εὐβοΐδες, κάστανα, Δίων Χρυσ. 1. 246, - «εὐβοΐδες, τά καστάνια» Ἐτυμ. Μ. 389. 1.-Ἐπίρρ. Εὐβοϊκῶς, Συνέσ. 23D.
English (Autenrieth)
Euboea, the island separated from Boeotia by the Eurīpus, named by Homer as the home of the Abantes, Il. 2.536, Od. 3.174, Od. 7.321.
English (Slater)
Εὔβοια (-α, -ας, -αν.) where various athletic festivals were held, v. Σ, (O. 13.159) Dr., (I. 1.84) Dr. ἅ τ' Εὔβοια (sc. μαρτυρήσει ὅσα ἐνίκησε) (O. 13.112)
1 σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Πα. . 3. Εὐ]βοίας επ[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 19.
Greek Monotonic
Εὔβοια: γεν. -ας, Ιων. -ης, ἡ, η Εύβοια, νησί που βρίσκεται κατά μήκος της παραλίας της Βοιωτίας και Αττικής, σε Όμηρ. κ.λπ.· Εὐβοεύς, -έως, ὁ, αιτ. Εὐβοᾶ, πληθ. -οᾶς, ο Ευβοέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Εὐβοϊκός, Εὐβοεικός, -ή, -όν, στον ίδ. κ.λπ.· θηλ. Εὐβοΐς, στον ίδ.· εκτεταμ. Εὐβοιΐς, σε Σοφ.
Middle Liddell
Euboea, now Negropont (i. e. Egripo or Evripo, from Euripus), an island lying along the coast of Boeotia and Attica, Hom., etc.
Translations
als: Euböa; ar: وابية; arz: وابيه; az: Evbeya; be_x_old: Эўбэя; be: Эўбея; bg: Евбея; br: Euboia; ca: Eubea; ceb: Euboea Island; ckb: یوبویا; cs: Euboia; cy: Euboea; da: Evia; de: Euböa; el: Εύβοια; en: Euboea; eo: Eŭbeo; es: Eubea; et: Euboia; eu: Eubea; fa: ائوبویا; fi: Euboia; fo: Evvia; fr: Eubée; gl: Eubea; he: אוויה; hr: Eubeja; hu: Évia; hy: Եվբեա; id: Euboia; it: Eubea; ja: エヴィア島; kk: Эвбея; ko: 에비아섬; ku: Euboia; la: Euboea; lt: Euboja; lv: Eiboja; mk: Евбеја; nl: Euboea; nn: Évvia; no: Evvia; pl: Eubea; pt: Eubeia; ro: Evia; ru: Эвбея; scn: Eubbea; sh: Eubeja; simple: Euboea; sk: Eubója; sr: Евбеја; sv: Euboia; th: เกาะยูบีอา; tr: Eğriboz; uk: Евбея; ur: ایوبویا; vec: Negroponte; vi: Euboea; war: Euboia; wuu: 埃维亚岛; zh: 优卑亚岛