ἀργύριος

English (LSJ)

[ῠ], name of a
A plant, Hsch.; cf. ἄργυρος III.
II Aeol., = ἀργύρεος, πρόσωπον Alcm.23.55.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ῠ]
1 plateado, fig. argénteo, luminoso πρόσωπον Alcm.1.55, ref. a la luna, Sapph.34.5.
2 subst. ὁ ἀ.· εἶδος βοτάνης Hsch.; v. tb. ἀργύρειος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύριος: «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ.