plateado
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Spanish > Greek
ἀργέντινος, ἀργέντιος, ἀργυρένδετος, ἀργύρεος, ἀργύριος, ἀργυροειδής, ἀργυρόεις, ἀργύρωσις, ἀργυρωτός, ἐνάργυρος, ἐπάργυρος, ἠργυρωμένος, περιηργυρωμένος, ὑπάργυρος