ἀρδηθμός

English (LSJ)

ὁ, = ἀρδμός, Lyc.622, Nic.Th.401.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 lluvia, Διός Lyc.622.
2 abrevadero de serpientes Nic.Th.401.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδηθμός: ὁ, ἄρδευσις, πότισμα, ἀρδηθμῷ Διὸς Λυκόφρ. 622, Νικ. Θ. 401.

Greek Monolingual

ἀρδηθμός, ο (Α)
άρδευση, πότισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός].

German (Pape)

ὁ, = ἀρδμός, Lycophr. 622; Nic. Ther. 401.