ἀρδμός
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ὁ,
A means of watering, Il.18.521, Od.13.247, Nonn. D. 26.185; watering-place, A.R.4.1247.
II draught, νέκταρος prob. in Orph.Fr.189.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 agua para abrevar ἐν ποταμῷ, ὅθι τ' ἀ. ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν en el río, donde todos los ganados abrevaban, Il.18.521, ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι abundantes cursos de agua hay allí, Od.13.247, cf. A.R.4.1247, ἠερίης ... ἀρδμὸν ἐέρσης humedad del rocío matinal Nonn.D.26.185, 40.389, cf. Pamprepius 3.143.
2 brebaje μήσατο ... ἐρυθροῦ νέκταρος ἀρδμόν Orph.Fr.189.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
eau pour arroser ou pour abreuver.
Étymologie: ἄρδω.
German (Pape)
(ἄρδω), ὁ, Bewässerung, Tränke, Il. 18.521 ἐν ποταμῷ, ὅθι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν; Od. 13.247 ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασιν. Auch Sp. Ep., z.B. Ap.Rh. 4.1247; Nonn. D. 26.184.
Russian (Dvoretsky)
ἀρδμός: ὁ водопой Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρδμός: ὁ, μέρος πρὸς ποτισμὸν τῶν βοσκημάτων, ἐν ποταμῶ, ὅθι τ’ ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν Ἰλ. Σ. 521· ἐν δ’ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασιν Ὀδ. Ν. 247, Ἀπολλ. Ῥόδ. 1247.
English (Autenrieth)
(ἄρδω): watering, wateringplace for animals, Od. 13.247.
Greek Monolingual
ἀρδμός, ο (Α) άρδω
1. τρόποι, μέσα ποτίσματος
2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα.
Greek Monotonic
ἀρδμός: ὁ, τόπος όπου ποτίζονται τα κοπάδια, σε Όμηρ.