ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀρδμός, ο (Α) άρδω1. τρόποι, μέσα ποτίσματος2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα.