ἀρετόομαι
English (LSJ)
[ᾰ], Pass., become excellent, grow in goodness, Simp. in Epict.p.10D., Id.in Ph.1066.5.
Spanish (DGE)
crecer en excelencia Simp.in Epict.10, in Ph.1066.5.
German (Pape)
[Seite 349] gedeihen, Gegensatz von κακύνομαι, Simplic. ad Epict.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρετόομαι: παθ., γίνομαι ἐνάρετος, προκόπτω ἐν τῇ ἀρετῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κακύνομαι, ἡ ψυχὴ τοῖς μὲν χείροσιν ὀρέξεων εἴδεσι κακυνομένη, τοῖς δὲ κρείττοσιν ἀρετουμένη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. σ. 37. 2.