ἀρρενομανής

English (LSJ)

ες, mad after males, of men, Cat.Cod.Astr.8(2).43, v.l. in Heph.Astr.1.1.

Spanish (DGE)

-ές loco por los hombres, Cat.Cod.Astr.8(2).43.26.

Greek Monolingual

ἀρρενομανής, ο (Α)
αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική σχέση μαζί τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής κ.ά.)].