ανδρομανής

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνδρομανής)
γυναίκα με μανιώδεις ερωτικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -μανής < μαίνομαι.