ἀρσενοπληθής

English (LSJ)

ἑσμός crowding swarm of men, crowding swarm of males, A.Supp.29 (anap.).

Spanish (DGE)

-ές
lleno, compuesto de varones ἀρσενοπληθῆ δ' ἑσμὸν ὑβριστὴν Αἰγυπτογενῆ A.Supp.29.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rempli de mâles ou d'hommes.
Étymologie: ἄρρην, πλῆθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενοπληθής: полный мужчин, т. е. состоящий из мужчин (ἑσμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενοπληθὴς: ἑσμός, μέγα πλῆθος ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 30.

Greek Monolingual

ἀρσενοπληθής, ο (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μεγάλο πλήθος αντρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -πληθής < πλήθος (πρβλ.. θυμοπληθής, ισοπληθής)].