ἀρτοδότης
English (LSJ)
ἀρτοδότου, ὁ, giver of bread, Tz. ad Lyc.435.
Spanish (DGE)
-ου
adj. dadivoso de pan Tz.ad Lyc.433, cf. dud. Inscr.Phryg.38.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτοδότης: -ου, ὁ, ὁ διδούς ἄρτον, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 435.
Greek Monolingual
ἀρτοδότης, ο (Μ)
αυτός που μοιράζει άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -δότης < δίδωμι (πρβλ. εργοδότης, υπνοδότης κ.ά.)].