υπνοδότης

From LSJ

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, -ώτιδος, Α
αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, προικο-δότης.