Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, -ώτιδος, Ααυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, προικο-δότης.