ἀρχεῖον

English (LSJ)

Ion. ἀρχήϊον, τό, neut. of an Adj. ἀρχεῖος, α, ον: ἀρχή II):—
A town hall, residence of chief magistrates, or office of chief magistrates, Hdt.4.62 (dub.), Lys.9.9, X.Cyr.1.2.3, Isoc.5.48, Arist.Mu.400b16; τὰ ἀρχεῖα καὶ βουλευτήρια D.10.53, cf. IG2.475.21, al., OGI268.18 (Nacrasa, iii B. C.), PGrenf.2.30, al. (ii B. C.).
2 τὰ ἀρχεῖα = public records, archives, prob. in SIG684.7 (Dyme, ii B. C.), cf. D.H.2.26, PTeb.397.19 (ii A. D.).
II college of magistrates or board of magistrates, magistracy, Arist.Pol.1298b28, 1304a19: but in plural, special boards, ib. 1299a36, 1331a25, Plu.Ages.33; ὀμόσαι τὰ ἀρχεῖα IG2.332.45, cf. OGI218.149 (Ilium), etc.; ὅσοι ἀρχείων μετέχουσιν καὶ δικαστηρίων SIG286.20 (Milet., iv B. C.).
III in the Roman camp, = principia, headquarters, Plu.Galb.12.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): jón. ἀρχήϊον Hdt.4.62 (var.)
• Grafía: tard. graf. ἀρχῆον pap., ἀρχῖον pap., Hsch.
I de locales
1 edificio del o de los magistrados ἑκάστοισι τῶν ἀρχέων (cj., ἀρχείων, ἀρχηΐων cód.) ἵδρυται ... ἱρόν Hdt.4.62, οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ ἀ. Lys.9.9, cf. Isoc.5.48, D.10.53, X.Cyr.1.2.3, HG 5.4.58, Aen.Tact.22.4, 29.10, IG 22.1012.28 (II a.C.), Luc.VH 1.29, Paus.3.11.2, 8.30.6, Ath.235d.
2 registro o notaría pública, archivo τὰ ἀρχεῖα καὶ τὰ δημόσια γράμματα SIG 684.22 (Dime II a.C.), ἀρχῆον τῶν μνημόνων PTeb.166 (II a.C.), ἡ εἰς τὰ ἀρχεῖα τὰ δημόσια ἐγγραφή D.H.2.26, τὸ πολιτικὸν ἀρχῆον BGU 1131.14 (I a.C.), ἐν τοῖς ἀρχείοις τῶν Φοινίκων I.Ap.1.143, cf. PGrenf.2.30.10 (II a.C.), BGU 998.2.7 (II a.C.), 650.1 (I d.C.), PTeb.397.19 (II d.C.), POxy.2665.21 (IV d.C.), ἐὰν μὴ ἐν τοῖς ἀρχείοις εὕρω, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ οὐ πιστεύω Ign.Phil.8.2, ἀρχῖα· ἔνθα οἱ δημόσιοι χάρται <ἀποκέκλεινται> ἢ χαρτοφυλάκια Hsch.
3 cuartel general ἐν τοῖς ἀρχείοις ἃ πριγκίπια Ῥωμαῖοι καλοῦσιν Plu.Galb.12.
II de instituciones y pers.
1 plu. magistrados τὰ ἀρχεῖα IG 22.687.45 (III a.C.), μετ' ἐκεῖνον τὰ ἀρχεῖα tras él los magistrados Plu.Ages.33, οἱ νόμοι καὶ τὰ ἀρχεῖα Plu.2.218c.
2 magistratura, cargo público (aunque a veces puede traducirse como magistrado) αἱ ἐκ τῶν ἀρχείων πρόσοδοι los ingresos de las magistraturas Isoc.7.24, ὅσοι ἀρχείω<μ> μετέχουσιν Milet 1(3).136.19 (IV a.C.), cf. IIl.25.149 (III a.C.), ἐξίασιν ἄρχοντες μὲν ἐπὶ τὰ ἀρχεῖα los magistrados van a sus cargos Arist.Mu.400b16, cf. Pol.1298b28, 1299a36, 1304a36, 1304a19, 1331a25, αἱ τε τῶν ἀρχείων καὶ δικαστηρίων κατασκευαί Plb.7.6.2, ὑπηρέτης ἀρχείων funcionario público D.S.14.66, ἐκ δὲ τῶν δημοτικωτάτων τὰ ἀρχεῖα καταστήσας proveyendo los cargos con demócratas radicales D.S.18.65.
3 colegio τὸ τῶν ἐφόρων ἀρχεῖον Plb.4.35.9.

German (Pape)

[Seite 365] τό, 1) die Wohnung der obrigkeitlichen Personen, Rat-, Stadthaus, Lys. 9, 9; ἀρχεῖα καὶ βουλευτήρια Dem. 10, 53; καὶ δικαστήρια Pol. 7, 6, 2; vgl. Xen. Cyr., der βασίλεια καὶ τὰ ἄλλα ἀρχεῖα vrbdt, 1, 2, 3. 4; vgl. 8, 1, 5 u. 6, 10. – 2) das Collegium der sämmtlichen obrigkeitlichen Behörden, D. Hal. 9, 37, öfter; auch übh. Obrigkeit, Plut. Lac. apophth. p. 200.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 résidence des principaux magistrats;
2 magistrature.
Étymologie: ἀρχή.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχεῖον: ион. ἀρχήϊον τό
1 правительственное здание, резиденция государственных или городских властей, ведомство Her., Lys., Xen., Dem., Arst., Plut.;
2 городское управление Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεῖον: Ἰων. ἀρχήϊον, τό, οὐδ. ἐπιθέτου ὁ ἀρχεῖος, α, ον, (ἀρχὴ ΙΙ): ― ὁ τόπος, τὸ μέρος ἔνθα συνήρχοντο αἱ ἀρχαὶ τῆς πόλεως, ἢ ἔνθα διέμενον ἢ συνήρχοντο οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Λατ. curia, Ἡρόδ. 4. 62, Λυσ. 115. 7, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 3· τὰ ἀρχεῖα καὶ βουλευτήρια Δημ. 145. 16· συχν. ἐν ἐπιγρ. ὡς ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 124 κ. ἀλλ. 2) τὰ ἀρχεῖα, τὰ φυλαττόμενα δημόσια ἔγγραφα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 22, Διον. Ἁλ. 2. 26· τὰ ἀρχέτυπα ἢ πρωτότυπα ἔγγραφα, Ἐκκλ. ΙΙ. ἡ ὁλομέλεια τῶν ἀρχόντων, οἱ ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 5. 4, 8· ἀλλὰ ἀρχεῖα, τὰ ἰδιαίτερα σωματεῖα ἀρχόντων, αἱ ἰδιαίτεραι ἐπιτροπεῖαι, αὐτόθι 4. 15, 8, 5. 7, 9.

Greek Monotonic

ἀρχεῖον: Ιων. ἀρχήϊον, τό (ἀρχή II)·
I. μέρος όπου συνέρχονται οι συγκλητικοί, βουλευτήριο, δημαρχείο, κυβερνείο ανωτάτων αρχόντων, Λατ. curia, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. ολομέλεια αρχόντων, άρχοντες, σε Αριστ.

Middle Liddell

ἀρχή 11]
I. the senate-house, town-hall, residence of the chief magistrates, Lat. curia, Hdt., Xen.
II. the magistracy, Arist.

English (Woodhouse)

town hall, official dwelling place, residence of magistrate