κυβερνείο
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
το
1. οίκημα στο οποίο μένει ο κυβερνήτης
2. (επί τσάρων στη Ρωσία) διοικητικό διαμέρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβερνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στον Αδ. Κοραή].