ἀρχιθάλασσος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, ruling the sea, Ποσειδών AP6.38 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον
que manda en el mar ἀρχιθάλασσε Πόσειδον AP 6.38 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 366] meerbeherrschend, Poseidon, Philp. 23 (VI, 38).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maître de la mer (Poséidon).
Étymologie: ἄρχω, θάλασσα.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιθάλασσος: владеющий морем (Ποσειδῶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιθάλασσος: -ον, ὁ κυρίαρχος τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 6. 38.
Greek Monolingual
ἀρχιθάλασσος, -ον (Α)
(για τον Ποσειδώνα) ο κυρίαρχος της θάλασσας.
Greek Monotonic
ἀρχιθάλασσος: -ον (θάλασσα), κυρίαρχος των θαλασσών, θαλασσοκράτορας, σε Ανθ.