ἀστυσία
English (LSJ)
ἡ, impotence, D.C.79.16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ impotencia sexual D.C.79.16.6, AB 456.
Greek Monolingual
η (Α ἀστυσία) άστυτος
έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, s. ἀστυφία.
ἡ, impotence, D.C.79.16.
-ας, ἡ impotencia sexual D.C.79.16.6, AB 456.
η (Α ἀστυσία) άστυτος
έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα.
[ῡ], ἡ, s. ἀστυφία.