ἀταπείνωτος
English (LSJ)
ἀταπείνωτον, not humbled, Zeno Stoic.1.53, Arr.Epict.4.6.8, Plu.Cor.21.
Spanish (DGE)
1 que no se humilla, no doblegado ὁ Μάρκιος ἀνέκπληκτος καὶ ἀ. Plu.Cor.21, ποιεῖν ὑψηλὸν ἑαυτὸν καὶ ἀταπείνωτον Plu.2.28c, ἀ. καὶ ἐλεύθερος Arr.Epict.4.6.8, cf. Plu.2.33d, Synes.Dio 2, Prouid.1.13.
2 adv. -ως sin humillación φέρειν πενίαν εὐγενῶς καὶ ἀ. Basil.M.30.572A.
German (Pape)
[Seite 383] nicht erniedrigt, nicht gebeugt, Plut. Coriol. 21, öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non abaissé, non déprimé, non abattu.
Étymologie: ἀ, ταπεινόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτᾰπείνωτος: не униженный, не надломленный, не павший духом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰπείνωτος: -ον, ὁ μὴ τεταπεινωμένος, Πλούτ. 2. 28C, κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀταπεινώτως, Βασίλ. τ. 1. σ. 575C.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀταπείνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να ταπεινωθεί
μσν.- νεοελλ.
1. υπεροπτικός, υπερήφανος
2. ακούραστος, ακατάβλητος.