ἀτραπιτός
English (LSJ)
ἡ, = ἀτραπός (path with no turnings, pathway, road, short cut, path, walk of life), Od. 13.195, ARh. 4.123, etc. ; metaph of studies, Πλατώνειοι ἀ. BCH 36.230 (Rhodes), cf. AP 9.540
Spanish (DGE)
(ἀτρᾰπῐτός) -οῦ, ἡ
• Alolema(s): ἀταρπιτός Il.18.565, Od.17.234, Nonn.D.38.225
• Grafía: graf. ἀτραπητός AB 460
• Prosodia: [ᾰ-]
1 senda, sendero μία δ' οἴη ἀ. ἦεν ἐπ' αὐτήν Il.l.c., ἀτραπιτοί τε διηνεκέες Od.13.195, οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν Od.l.c., δι' ἀτραπιτοῖο μεθ' ἱερὸν ἄλσος ἵκοντο A.R.4.123, Αἰακέ, [σ] ημήναις ἡ θέμις ἀτραπιτόν ISmyrna 513.10 (II a.C.), ἀτραπιτὸν πρὸ πόληος ... τεῦξεν SEG 27.847.2 (Ancira IV d.C.), cf. Call.Del.74, A.R.4.1173, IMEG 5.2, 7.8, 35.2 (todas heleníst.), Rhian.72.1, Opp.C.1.484, 490, 2.208, 4.433, Apoll.Met.Ps.9.26, 100.6, Nonn.Par.Eu.Io.4.6, 13.33, AB l.c.
2 fig. travesía, ruta πρὸς οὐρανίας ... ἀτραπιτούς para su asalto al cielo de los Gigantes, Archimel.SHell.202.8, ἀ. βιότου GVI 1485.2 (Mileto I/II d.C.)
•sendero, doctrina Πλατωνείους θρέψαν ὑπ' ἀτραπιτούς GVI 1451.6 (Rodas III/II a.C.), de la filosofía de Heráclito μάλα τοι δύσβατος ἀ. AP 9.540 (Anon.).
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, = folgdm, Od. 13, 195 u. Sp., z. B. Archimel. 1 (App. 15).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
c. ἀτραπός.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρᾰπῐτός: ἡ Hom. = ἀτραπός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρᾰπῐτός: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ὀδ. Ν. 195, Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.: ὡσαύτως ἀταρπιτός, Ὀδ. Ρ. 234· καὶ ἀτραπητὸς ἐν Α. Β. 460. 17.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀτρᾰπῐτός: και ἀταρπιτός, ἡ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.