ἀτριψία

English (LSJ)

ἡ, inexperience, amateurishness, Cic.Att.13.16.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ inexperiencia op. ἀπαιδευσία Cic.Att.323.1.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, Ungeübtheit, Cic. ad Att. 13, 16.

Russian (Dvoretsky)

ἀτριψία:неопытность Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτριψία: ἡ, ἔλλειψις τριβῆς, ἀπειρία, Κικ. π. Ἀττ. 13. 16.

Greek Monolingual

ἀτριψία, η (Α)
έλλειψη τριβής, απειρία.