ἀυάτα

English (LSJ)

i.e. ἀϝάτα, Aeol. for ἄτη (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἄτη.

English (Slater)

ᾰυᾰτα (Aeol., = ἄτα, q.v.: ἀυάτ-, codd., Snell: αὐάτ-, Mosch., Beck: i. e. ἀϝάτ-. v. Hamm, Gramm. zu Sappho & Alk. § 47.) delusion, infatuation (cf. Forssman, p. 15̆{3}, “Nur die Form ἀυάτα hat bei Pindar die alte Bedeutung “Verblendung””: but v. Barrett at Eur., Hipp., 241) ἀλλά νιν (= Ἰξίονα) ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν (P. 2.28) ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος (P. 3.24)

Greek Monolingual

αὐάτα, η (αιολ. τ.) (Α)
η άτη.

Greek Monotonic

ἀυάτα: δηλ. ἀϜάτα, Αιολ. αντί ἄτη, σε Πίνδ.