ἀφαιμάσσω
English (LSJ)
Att. ἀφαιμάττω, draw blood, of leeches, Sor.2.11; bleed, Hippiatr.69.
Spanish (DGE)
1 chupar sangre las sanguijuelas, de ahí hacer una sangría Sor.101.11, ἀπ' αὐχένος Hippiatr.69.17.
2 fig. chupar la sangre, dejar sin dinero, Com.Adesp. en Hsch.s.u. ἀφαιμᾶσαι.
German (Pape)
[Seite 406] zur Ader lassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιμάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ἀφαιρῶ αἷμα, φλεβοτομῶ, Βυζ.
Greek Monolingual
ἀφαιμάσσω και -ττω (Α)
κάνω αφαίμαξη, αφαιρώ αίμα από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + αιμάσσω (-ττω)].