αιμάσσω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
(Α αἱμάσσω)
νεοελλ.
1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ
2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω
αρχ.
1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα
2. τραυματίζω, πληγώνω
3. έχω το χρώμα του αίματος
4. προκαλώ αιματηρό τέλος
5. (ως ιατρ. όρος) κάνω αφαίμαξη με φλεβοτομία
6. μέσ. ματώνω, μέ παίρνουν τα αίματα
7. παθ. αιματοκυλιέμαι, φονεύομαι, σφάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμαγμός, αἱμακτός, αἵμαξις.