Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αιμάσσω

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

αἱμάσσω)
νεοελλ.
1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ
2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω
αρχ.
1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα
2. τραυματίζω, πληγώνω
3. έχω το χρώμα του αίματος
4. προκαλώ αιματηρό τέλος
5. (ως ιατρ. όρος) κάνω αφαίμαξη με φλεβοτομία
6. μέσ. ματώνω, μέ παίρνουν τα αίματα
7. παθ. αιματοκυλιέμαι, φονεύομαι, σφάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμαγμός, αἱμακτός, αἵμαξις.