ἀφιλοχρηματία

English (LSJ)

ἡ, contempt for riches, Plu.Comp.Ag.Gracch.1, Socr.Ep.5.2:—hence Adj. ἀφιλοχρήματος, ον, Ph.2.458, Eun.Hist.p.243 D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desprecio de las riquezas o bienes materiales ἡ Γράγχων ἀ. Plu.Comp.TG CG 1, προσδεῖται πόλεμος καρτερίας καὶ ἀφιλοχρηματίας Socr.Ep.5.2.

German (Pape)

[Seite 412] ἡ, Verachtung des Reichtums, Plut. Comp. Ag. et Graech. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mépris ou indifférence pour les richesses.
Étymologie: , φιλοχρήματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιλοχρηματία:нелюбостяжательность, презрение к богатству Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλοχρηματία: ἡ, καταφρόνησις τῶν χρημάτων, Πλουτ. Ἄιγιδος καὶ Γράκχ. Σύγκρ. 1: - τὸ ἐπίθ. ἀφῐλοχρήματος, ον, Εὐνάπ. σ. 44.

Greek Monolingual

η (AM ἀφιλοχρηματία)
η καταφρόνηση των χρημάτων.

Greek Monotonic

ἀφῐλοχρηματία: ἡ, περιφρόνηση χρημάτων, σε Πλούτ.

Middle Liddell

contempt for riches, Plut.