ἀχθηρός

English (LSJ)

ἀχθηρόν, grievous, dub.l. in Antiph.94.

Spanish (DGE)

-όν penoso Antiph.94 (cód.), Phalar.Ep.122 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 418] lästig, Antiphan. Stob. Floril. 116, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθηρός: -όν, ἀνιαρός, ἐνοχλητικός, βαρύς, ἐπαχθής, Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· ἀλλαχοῦ ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀχθεινός.