ἀχυρμιά

English (LSJ)

ἡ, heap of chaff, Il.5.502, AP9.384.15.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
gener. plu. granzas αἱ δ' ὑπολευκαίνονται ἀχυρμιαί Il.5.502, κρίνω ἐγὼ Δηὼ καὶ ἀχυρμιάς AP 9.384.15, cf. Poll.1.225, An.Ox.1.366, en sg. ὥσπερ ἄνεμος ἐξ ἀχυρμιᾶς ἐξεφύσησεν Fauorin.De Ex.15.36
interpretado tb. como el lugar al que cae el residuo, Hsch.
• Etimología: Deriv. de ἄχυρον de formación dud.

German (Pape)

[Seite 420] ἡ, Spreuhaufen, plur. ἀχυρμιαί Hom. Iliad. 5, 502, ἅπαξ εἰρημ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
monceau de paille.
Étymologie: ἄχυρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχυρμιά: ἡ, σωρὸς ἀχύρων, Ἰλ. Ε. 502· κρίνω ἐγὼ Δηὼ καὶ ἀχυρμιὰς Ἀνθ. Π. 9. 384. 15.

Greek Monolingual

η
βλ. αχερμιά.

Greek Monotonic

ἀχυρμιά: ἡ (ἄχυρον), σωρός άχυρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Middle Liddell

ἄχυρον
a heap of chaff, Il., Anth.