ἀϊών
English (LSJ)
[ᾱ], Dor. for ἠϊών.
Spanish (DGE)
v. ἠϊών.
-όνος, ἡ
vestidura de lino ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν B.17.112 (o dór. ἠιών?), cf. Hsch.s.u. ἔλυμα, v. ἀών.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
dor. c. ἠϊών.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊών: όνος (ᾱ) ἡ Pind. = ἠϊών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊών: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ ἠϊών.
Greek Monotonic
ἀϊών: [ᾱ], Δωρ. αντί ἠϊών.