ἀϊών

English (LSJ)

[ᾱ], Dor. for ἠϊών.

Spanish (DGE)

v. ἠϊών.
-όνος, ἡ
vestidura de lino ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν B.17.112 (o dór. ἠιών?), cf. Hsch.s.u. ἔλυμα, v. ἀών.

German (Pape)

[Seite 66] όνος, ἡ, dor. = ἠϊών, Ufer, Pind. L 1, 33.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
dor. c. ἠϊών.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊών: όνος (ᾱ) ἡ Pind. = ἠϊών.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊών: [ᾱ], Δωρ. ἀντὶ ἠϊών.

Greek Monotonic

ἀϊών: [ᾱ], Δωρ. αντί ἠϊών.