ἔλυμα

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλῡμα Medium diacritics: ἔλυμα Low diacritics: έλυμα Capitals: ΕΛΥΜΑ
Transliteration A: élyma Transliteration B: elyma Transliteration C: elyma Beta Code: e)/luma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἐλύω) the stock of the plough, Hes.Op.430,436: also expld. by νύσσα, καὶ τὸ ἱμάτιον, καὶ ἡ ἀϊών, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἔλῡμα) -ματος, τό
1 agr. cama del arado, Hes.Op.430, 436, Poll.1.252, Procl.ad Hes.Op.421, Sch.A.R.3.232, Et.Gen.α 1422.
2 meta, poste en torno al cual se hace el giro en las carreras, Hsch.
3 v. εἴλυμα.
• Diccionario Micénico: we-ru-ma-ta.

German (Pape)

[Seite 803] τό, Scharbaum am Pfluge, an den die Pflugschaar gesteckt wird, Pflughaupt, Hes. O. 428. 434.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
partie inférieure de la charrue où s'adapte le soc.
Étymologie: ἐλύω.
Par. ἱστοβοεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἔλῡμα: ατος τό рассоха плуга Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλῡμα: τό, (ἐλύω) κοινῶς «ἀλετροπόδι», εἰς ὃ ἐμβάλλεται ἡ ὕννις, Λατ. dentale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428, 434, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλύω 3 καὶ ἴδε γύης.

Greek Monolingual

το (AM ἔλυμα)
νεοελλ.
το τελευταίο προς τα πίσω εξάρτημα του κινητού ουραίου τών φορητών πυροβόλων όπλων
αρχ.
μέρος του αρότρου όπου στερεώνεται το υνί, αλετροπόδι.

Greek Monotonic

ἔλῡμα: -ατος, τό (ἐλύω), καλαπόδι ή στέλεχος, κορμός αρότρου, πάνω στον οποίο στερεωνόταν το υνί, Λατ. dent-ale, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἔλῡμα, ατος, τό, ἐλύω
the tree or stock of the plough, on which the share was fixed, Lat. dentale, Hes.