ἁλιρραίστης
English (LSJ)
ὁ, (ῥαίω) ravening in the sea, δράκων Nic.Th.828.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
que asola el mar δράκων Nic.Th.828.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιρραίστης: ὁ, (ῥαίω) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, δράκων, Νικ. Θ. 828.
Greek Monolingual
ἁλιρραίστης, ο (Α)
αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- + -ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»].
German (Pape)
δράκων Nic. Ther. 828, verderblicher Meerdrache.