ἁλμίζομαι

English (LSJ)

to be made salt, ὑπὸ θαλάσσης Sch.Il.2.538, cf. Zos.Alch.p.248B.

Greek Monolingual

ἁλμίζομαι (Μ) ἅλμη
ραντίζομαι από τη θάλασσα, γίνομαι αλμυρός.