ἄθεστος

English (LSJ)

ἄθεστον, (θέσσασθαι) not to be entreated, inexorable, of the Erinyes, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
inexorable Ἐρινύς SHell.1066 (pero cj. en ap. crít. ἀ<πό>θεστος).

Greek (Liddell-Scott)

ἄθεστος: -ον, (θέσσασθαι) ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος παράκλησιν, ἄκαμπτος, περὶ τῶν Ἐρινύων, πρβλ. Meineke Ἑλλ. Κωμ. 3. 6. 8.