ἄλλιστος
English (LSJ)
ἄλλιστον, Ep. for ἄλιστος, (λίσσομαι) inexorable, Ἅιδης AP7.643 (Crin.), IG14.1909.3.
Spanish (DGE)
-ον
inexorable ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος Euph.122.4, ᾍδης AP 7.643 (Crin.), IUrb.Rom.1290 (II/III a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄλλιστος: неумолимый (Ἃιδης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλλιστος: -ον, Ἐπ. ἀντὶ ἄλιστος, (λίσσομαι) ἀδυσώπητος, Ἅιδης, Ἐμπεδ. Ἀποσπ. 50 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀνθ. Π. 7. 643.
Greek Monotonic
ἄλλιστος: -ον, Επικ. αντί ἄ-λιστος (λίσσομαι), αδυσώπητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[epic for ἄλιστος, λίσσομαι
inexorable, Anth.