ἄλλοφος

English (LSJ)

ἄλλοφον, Ep. for ἄλοφος, without a crest, Il.10.258, AP6.163 (Mel.).

Spanish (DGE)

-ον
sin penacho κυνέην ... ἄλλοφον Il.10.258, πήληξ ἄ. AP 6.163 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 107] ep. statt ἄλοφος, ohne Helmbusch, Hom. einmal, Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, nach Scholl. Didym. u. Aristonic. Aristarch ἄλοφον.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἄλοφος.

English (Autenrieth)

(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)
see ἄλοφος.

Greek Monotonic

ἄλλοφος: -ον, Επικ. αντί ἄλοφος.

Russian (Dvoretsky)

ἄλλοφος: без султана или гребня (κυνέη Hom.).

Middle Liddell

[epic for ἄλοφος.]