ἄμμι

English (LSJ)

A v. ἄμι.
II v. ἄμμες.

Spanish (DGE)

v. ἄμι.
ἄμμιν v. ἐγώ.

French (Bailly abrégé)

dat. éol. de ἡμεῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμῐ: эп.-эол.-дор. = ἡμῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμι: -εως, τό, Ἀφρικανικὸν φυτόν, ammi Copticum, Διοσκ. 3. 70.

English (Autenrieth)

see ἡμεῖς.

Greek Monotonic

ἄμμι: ἄμμιν, Αιολ. και Δωρ. αντί ἡμῖν, δοτ. πληθ. του ἐγώ.