ἄνθεξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, clinging to, ἀλλήλων Pl.Ep.323b (pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 vínculo, unión ταῖς ἀνθέξεσιν ἀλλήλων εἰς μίαν ἀφικέσθαι φιλίας συμπλοκήν Pl.Ep.323b.
2 lucha como competición ἐν δρόμῳ καὶ ἀνθέξει Chrysipp.Stoic.3.123.
German (Pape)
[Seite 231] ἡ, das Anhalten, ἀλλήλων, gegenseitige Umarmung, Plat. Ep. VI, 325 b.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθεξις: -εως, ἡ (ἀντέχομαι) τὸ ἀντέχεσθαί τινος, περίπτυξις, ἀλλήλων Ἐπιστ. Πλάτ. 323B.
Greek Monolingual
ἄνθεξις, η (Α) αντέχω
1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο
2. περίπτυξη, αγκάλιασμα.