ἄνοψος

English (LSJ)

ἄνοψον, (ὄψον) without relish, Plu.2.123b.

Spanish (DGE)

-ον
que no estimula el apetito, poco apetitoso ἁπλοῦν τι καὶ ἄνοψον καὶ ἄκνισσον λαμβάνοντες Plu.2.123b.

German (Pape)

[Seite 242] ohne Zukost, Plut. san. tu. p. 373, neben ἁπλοῦς καὶ ἄκνισσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de mets, càd qui n'a que du pain.
Étymologie: , ὄψον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοψος: -ον, (ὄψον) ἄνοψος δίαιτα, ἁπλῆ δίαιτα ἄνευ ὄψου, δηλ. προσφαγίου, ἐν τῷ νοσεῖν ... ἁπλοῦν τι καὶ ἄνοψον καὶ ἄκνισσον λαμβάνοντες Πλούτ. 2. 123Β.

Greek Monolingual

ἄνοψος, -ον (Α) ὄψον
ο χωρίς προσφάγι.