ἄντωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, pushing against or back, Arist.Resp.480a14.

German (Pape)

[Seite 265] ἡ, das Gegen-, Zurückstoßen, Arist. respir. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐναντίον τινὸς ἢ πρὸς τὰ ὀπίσω ὤθησις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σύνωσις, ἀναπήδησις μὲν οὖν ἐστιν ἄντωσις γινομένη πρὸς τὴν τοῦ ψυχροῦ σύνωσιν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 20. 7.

Russian (Dvoretsky)

ἄντωσις: εως ἡ отталкивание, отбрасывание Arst.