ἄπαχος

English (LSJ)

ἄπαχον, paraphrase of νεαρός, f.l. in Procl.Par.Ptol.43.

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο χωρίς πάχος, ο αδύνατος
2. (για φαγητά) χωρίς λίπος.