ἄπωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A thrusting or driving away, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Th.7.34, cf. Aret.SD1.14.
2 repulsion, opp. ἕλξις, Arist.Ph.243a19.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 empuje διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Th.7.34
•empujón op. ἔπωσις Arist.Ph.243a19.
2 compresión ἄλλοτε δὲ τῇ κοιλίῃ ἅπας (σπλήν) ἐπαιώρηται τῇδε κἀκεῖσε πρὸς τὰς ἀπώσιας Aret.SD 1.14.2.
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, Wegstoßen, Forttreiben, διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν Thuc. 7, 34.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de repousser.
Étymologie: ἀπωθέω.
Greek Monotonic
ἄπωσις: -εως, ἡ (ἀπωθέω), απώθηση, απέλαση, απόκρουση, εκτοπισμός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπωσις: εως ἡ отталкивание (ἕλξις καὶ ἄ. Arst.): διὰ τὴν τοῦ ἀνέμου ἄπωσιν αὐτῶν ἐς τὸ πέλαγος Thuc. так как ветер уносил их в море.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=ἀπώθηση). Ἀπό τό ἀπωθέω -ῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὠθῶ.