απόκρουση

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπόκρουσις)
ανάσχεση, απώθηση
νεοελλ.
η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση
αρχ.
(για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση.