ἄρτυμα

English (LSJ)

-ατος, τό,
A condiment, seasoning, ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batr.41, cf. Hp.Aff.43, Dsc.3.36, etc.; βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, cf. 709; τὰ παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματα Anaxipp.1.5: metaph., ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. Plu.2.9c.
II = διαθήκη, δίκη, Hsch. (cf. ἄρτημα).

Spanish (DGE)

(ἄρτῡμα) -ματος, τό
1 condimento, especia en cocina κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν Batr.(a).41, διαβρέχεις τἀρτύματα pones a remojo los condimentos A.Fr.306, cf. ἀρτύματα ξηρά PCair.Zen.702.29 (III a.C.), βορᾶς ἀρτύματα S.Fr.675, Anaxipp.1.5, ἀρτυμάτων μέδιμνοι Theopomp.Hist.263a, PPetaus.28.19, PSarap.55.40 (II d.C.), Vit.Aesop.G 34
de uso restringido en las dietas σκευάζειν δὲ τὰ ὄψα ἁλσὶ καὶ κυμίνῳ καὶ τοῖσιν ἄλλοισιν ἀρτύμασιν ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι Hp.Aff.43, cf. Int.49, 51 (p.296)
en sacrificios, S.Fr.709, en ritos mágicos PMag.12.72
fig. ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄ. el descanso en los esfuerzos es como la especia de la vida, Plu.2.9c.
2 διαθήκη, δίκη Hsch.

German (Pape)

[Seite 363] τό, Zubereitung von Speisen, βορᾶς Soph. frg. 601; Aesch. frg. 317; bes. alles, womit die Speisen schmackhaft gemacht werden, Gewürz, κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσι Batrach. 41; übertr., πόνων, die Ruhe, Plut. ed. lib. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
assaisonnement.
Étymologie: ἀρτύω.

Greek Monolingual

το (AM ἄρτυμα) αρτύω
το καρύκευμα, το μυρωδικό
αρχ.
ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους.

Greek Monotonic

ἄρτῡμα: τό(ἀρτύω), καρύκευμα, σάλτσα, μπαχαρικό, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρτῡμα: ατος τό приправа (κοσμεῖν χύτρας ἀρτύμασι Batr.; βορᾶς ἀρτύματα Soph.; ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἄ. ἐστι Plut.).

Middle Liddell

ἀρτύω
seasoning, sauce, spice, Batr.

Léxico de magia

τό condimento prob. para preparar mientras se recita la fórmula, entre palabras mágicas y vocales P XII 72 (cj. Pr.)