Ἀρειανός

Greek (Liddell-Scott)

Ἀρειανός: -ή, -όν, ὁ τοῦ Ἀρείου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Ἄρειον, αἵρεσις Ἀθαν. Ι. 549Α, μανία Βασίλ. ΙV. 712Α, φρόνημα Καισάρ. 869. - Ὡς οὐσιαστ., Ἀρειανός, ὁ, ὀπαδὸς τοῦ Ἀρείου, Ἀθαν. Ι. 225C, II, 17A, κ. ἀλλ., Ἐπιφάν. ΙΙ. 12Β.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 arriano, de Arrio, αἵρεσις Ath.Al.M.26.13C, μανία Basil.Ep.197.1, δραματουργία Epiph.Const.Haer.76.3 (p.344.12)
subst. ὁ Ἀ. arriano, seguidor de Arrio τῇ Ἀρειανῶν αἱρέσει Ath.Al.M.26.705A, ὁ μὲν ἔλεγεν ἑαυτὸν Ἀρειανόν Pall.H.Laus.38.11, cf. 63.1, 2.
2 adv. -ῶς como Arrio Gr.Naz.M.36.169A.