ἐγκάπτω

English (LSJ)

A pf. ἐγκέκᾰφα AP9.316.6 (Leon.):—gulp down greedily, snap up, Ar.Pax7, V.791, Stratt.25, Hermipp.26, Alex.128.7; ἐ. αἰθέρα γνάθοις hold one's breath, E. Cyc.629.
II ἐγκάπτει· ἐκπνεῖ, Hsch.

Spanish (DGE)

engullir, tragar ὅλην (μᾶζαν) ἐνέκαψε Ar.Pax 7, cf. V.791, Stratt.26, Hermipp.25, Alex.133.7, AP 9.316 (Leon.), ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις tras haber engullido aire con las mandíbulas, e.d., conteniendo la respiración E.Cyc.629.

German (Pape)

[Seite 704] gierig einschlucken, aufschnappen; Ar. Pax 7 Vesp. 791 u. sonst; Stratt. bei Ath. VII, 327 e u. öfter; ἐγκέκαφεν Leon. Tar. 29 (IX, 316); τὸ κέρμ' εἰς τὴν γνάθον Alexis bei Ath. III, 76 e;– αἰθέρα γνάθοις, d. i. die Backen aufblasen, Eur. Cycl. 625.

French (Bailly abrégé)

avaler.
Étymologie: ἐν, κάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκάπτω: (только aor. ἐνέκαψα и pf. ἐγκέκαφα) (жадно) проглатывать (μᾶζαν Arph.; ἀχράδας Anth.): ἐ. αἰθέρα γνάθοις Eur. затаить дыхание.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάπτω: μέλλ. -ψω, πρκμ. ἐγκέκᾰφα: ― «χάφτω», καταβροχθίζω λαιμάργως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 7, Στράττις ἐν «Λημνομέδᾳ» 2· ἐπὶ τῶν ἐν Ἀθήνησι δικαστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν εἰς τὸ στόμα των τὸ μικρὸν νόμισμα, δι’ οὗ ὁ μισθὸς αὐτῶν ἐπληρώνετο, Ἀριστοφ. Σφ. 791, Ἐκκλ. 815, πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 1. 7· σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις, κρατοῦντες τὴν ἀναπνοὴν ἡμῶν ἐντὸς τῶν γνάθων, Εὐρ. Κύκλ. 629· ― πρβλ. ἔγκαφος.

Greek Monolingual

ἐγκάπτω (Α)
χάφτω, καταπίνω λαίμαργα.

Greek Monotonic

ἐγκάπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκᾰφα· καταβροχθίζω με λαιμαργία, υφαρπάζω, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω perf. -κέκᾰφα
to gulp in greedily, snap up, Ar.