ἐγκαταζεύγνυμι

English (LSJ)

associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.

Spanish (DGE)

uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.

German (Pape)

[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταζεύγνῡμι: досл. впрягать, перен. сочетать, соединять (νέας βουλάς νέοισι τρόποις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.

Greek Monolingual

ἐγκαταζεύγνυμι (Α)
συνδέω, συναρμόζω στερεά.

Greek Monotonic

ἐγκαταζεύγνυμι: μέλ. -ζεύξω, συναρμόζω, τί τινι, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -ζεύξω
to adapt to, τί τινι Soph.