сочетать
From LSJ
Russian > Greek
κεράννυμι, συζεύγνυμι, ἐγκαταζεύγνυμι, συνείργνυμι, ζεύγνυμι, ζευγνύω, συνέργω, συνείργω, συνεέργω, συγκαταμίγνυμι, συγκαταμιγνύω, συμμίγνυμι, συμμιγνύω, συμμίσγω, παραζεύγνυμι, παραζευγνύω, συμπλέκω, συναιρέω, συρράπτω, συγκερκίζω, συγκοιμίζω, συναρμόζω