ἐγκότημα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἐγκότησις (anger, hatred), LXX Je. 31 (48).39, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de aborrecimiento ἐγένετο Μωαβ εἰς ... ἐγκότημα πᾶσιν Moab se convirtió en blanco del aborrecimiento de todos LXX Ie.31.39, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 709] τό, Zorn, Haß, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκότημα: -ατος, τό, «ὀργή, μανία» Ἡσύχ.