ἐγχυματίζω
English (LSJ)
A make an infusion of, τι Dsc.1.45 (Pass.), Gp.4.7.3, Aesop.18.
II ἐ. τινά treat by injections, Hippiatr.129.
III instil, inject, Sor.1.64, Archig. ap. Gal.12.621, etc.
Spanish (DGE)
1 instilar, inyectar medic., vet. τὸν χυλὸν ... εἰς τὴν ῥῖνα Archig. en Gal.12.582, abs. Gal.12.624, διὰ τοῦ στόματος Hippiatr.129.3, 10, en v. pas. Dsc.1.45.2, Antyll. en Orib.10.26.1, Sor.1.20.108
•agr. de una incisión o injerto mantener humedecido con un preparado o infusión τὸ κλῆμα Gp.4.7.3.
2 intr. medic. instilar dentro de, poner gotas en διαψήσας τὸ οὖς καὶ ἐγχυματίσας ... βαλσάμῳ Archig. en Gal.12.621, ἀρνογλώσσου χυλῷ Gal.13.298.
German (Pape)
[Seite 714] einen Trank, Arzenei eingießen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχῠμᾰτίζω: μέλλ. ίσω, χέω ἐντός, ἐγχέω, ὀπὸν Κυρηναϊκὸν ἀνέντες ὕδατι... ἐγχυματίζουσι Γεωπ. 4. 7, 3· μνημονεύεται τὸ ῥῆμα καὶ ἐκ τοῦ Διοσκ. - Ρηματ. ἐπίθ. -τιστέον, πρέπει τις νὰ ἐγχύσῃ, νὰ ποιήσῃ ἔγχυσιν, Γεωπ. 18. 17, 1 ΙΙ. ἐγχ. τινά, θεραπεύω δι’ ἐγχύσεων, Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
(AM ἐγχυματίζω)
1. χύνω μέσα, ενσταλάζω
2. ιατρ. παρασκευάζω έγχυμα με εμβολή οργανικής ουσίας σε θερμό νερό
αρχ.
1. εγχέω
2. ιατρ. θεραπεύω με εγχύσεις.