Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(AM ἐνσταλάζω) σταλάζω1. στάζω, ρίχνω σταγόνα σταγόνα υγρό μέσα σε κάτι2. προκαλώ σιγά σιγά σε κάποιον συναίσθημα ή διάθεση («του ενστάλαξε το μίσος για τον αδελφό»).