ενσταλάζω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

(AM ἐνσταλάζω) σταλάζω
1. στάζω, ρίχνω σταγόνα σταγόνα υγρό μέσα σε κάτι
2. προκαλώ σιγά σιγά σε κάποιον συναίσθημα ή διάθεση («του ενστάλαξε το μίσος για τον αδελφό»).