ἐκγυμνάζω

English (LSJ)

exercise, train, Glossaria.

Spanish (DGE)

1 c. pron. refl. ejercitarse en sent. moral εἰς πλάτος ἀγάπης ἑαυτὸν ἐκγυμνάσοι Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.57.34)
en v. med. ejercitarse, experimentar βουλομένου με τοῦ θεοῦ τοῖς ὀνείδεσιν ἐκγυμνάζεσθαι Apoll.Ps.31.
2 dejar al descubierto en v. pas., Sch.Ar.Pax 7a.
3 aventar en v. pas. Gloss.2.63.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκγυμνάζω: ἐξασκῶ, γυμνάζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἐκγυμνάζω)
γυμνάζω, ασκώ κάποιον
νεοελλ.
1. γυμνάζω πλήρως, ολοκληρώνω την άσκηση κάποιου
2. (για ζώα) με άσκηση κάνω κατάλληλο για ένα σκοπό («εκγυμνάζει σκύλους»).